Ο Κύκλος της Βιέννης και η Γένεση του Νεοθετικισμού

October 27, 2007 at 9:58 pm (Uncategorized) ()

 Απόσπασμα 1ο:

Τώρα μπορούμε νά δούμε καθαρά, με τί τρόπο μπορούν νά διατυπωθούν οι βασικές αρχές πού μας δίνουν τόν εμπειρισμό. Έδώ πρόκειται όχι για αλήθειες, όχι για διαπιστώσεις γεγονότων σε σχέση με «τίς» βάσεις ή τους όρους «της» γνώσης της πραγματικότητας, αλλά για απαιτήσεις αναφορικά με την ικανότητα επιβεβαίωσης και την δυνατότητα ελέγχου προτάσεων, πρόκειται γιά την δόμηση μιας γλώσσας.

Η βασική απαίτηση του εμπειρισμού είναι ότι όλες οι συνθετικές προτάσεις και τά περιγραφικά κατηγορήματα πρέπει νά έχουν ορισμένη σχέση με παρατηρήσιμα πράγματα. Αυτή την σχέση μπορούμε νά τήν καταλάβουμε στενότερα ή πλατύτερα, αυστηρότερα ή πιο φιλελεύθερα. Η στενότερη εκδοχή, ή αυστηρότερη, πιο προχωρημένη απαίτηση είναι ότι ζητείται πλήρης δυνατότητα ελέγχου γιά κάθε συνθετική πρόταση.

Γιά κάθε περιγραφικό κατηγόρημα πρέπει νά είναι και γνωστή και πραγματοποιήσιμη μιά μέθοδος γιά νά ελεγχθεί αν ή περιεχόμενη σ’ αυτό ιδιότητα ή σχέση ανήκει σε μιά χωροχρονική θέση ή όχι. Αυτό είναι πραγματοποιήσιμο μόνο όταν δεχόμαστε αποκλειστικά μοριακές προτάσεις, όπως έκανε ο Wittgenstein. Ή ελάχιστη απαίτηση, ή πιο φιλελεύθερη εκδοχή, ζητά μόνο ότι κάθε συνθετική πρόταση πρέπει νά μπορεί νά επιβεβαιωθεί, αν και όχι πλήρως. Μεταξύ αυτών των δύο εκδοχών της βασικής απαίτησης υπάρχουν διάφορες αποχρώσεις σχετικά μέ τις διαφορές της δυνατότητας ελέγχου και της ικανότητας επιβεβαίωσης, και σε κάθε μιαν από αυτές, πάλι, όσον αφορά τόν πλήρη ή λιγότερο πλήρη τρόπο.

Εάν ό εμπειρισμός ενδιαφέρεται μόνο νά οριοθετήσει τήν επιστημονική γνώση έναντι της υπερβατικής μεταφυσικής, τότε και ή πιο φιλελεύθερη απαίτηση είναι εντελώς επαρκής. Μεταφυσικές προτάσεις δέν μπορούν ούτε καν ατελώς νά επιβεβαιωθούν μέ αυτόν τόν τρόπο. Ταυτόχρονα όμως είναι φανερό, ότι δέν αποκλείεται νά συγκροτηθεί μιά γλώσσα και γιά τήν μεταφυσική. Αυτή μπορεί όμως νά είναι μόνο μιά γλώσσα πού παραιτείται άπό τήν σχέση μέ παρατηρήσιμα πράγματα και επομένως άπό τόν έλεγχο και τήν επιβεβαίωση στο πνεύμα της επιστήμης. Αντί γιά όλα αυτά πρέπει νά διατυπώσει άλλα κριτήρια ισχύος. Έάν ή μεταφυσική δέν θέλει νά προχωρήσει ανορθολογικά, ένορατικά, δογματικά, παρά μέ ορθολογικό τρόπο, λογικά, τότε θά έπρεπε νά σχηματίσει έτσι τήν βάση της.

Τί σχέση έχει τώρα ή επιτυχής βάσανος μέ τήν αλήθεια; Ή αλήθεια είναι κάτι τό διαφορετικό άπό τήν επιτυχή βάσανο. Ό Popper διατύπωσε καθαρά τήν διαφορά μεταξύ των δύο χαρακτηρισμών: αλήθεια και ψεύδος είναι άχρονα, η επιτυχής βάσανος όμως ισχύει μόνο μέχρι ενός χρονικού σημείου, πρέπει γιά τήν ακρίβεια νά εφοδιασθεί μέ ενα δείκτη χρόνου. Γιά μιαν εμπειρική πρόταση δέν μπορούμε νά ισχυρισθούμε τελεσίδικα και μιά γιά πάντα ότι εϊναι αληθής, παρά μόνο ότι μέχρι τώρα άντεχε στην βάσανο. Ή αντοχή στην βάσανο είναι ένας τρόπος ισχύος μέ διαβαθμίσεις, ανήκει σε μιά πρόταση πάντα προς τό παρόν, ποτέ τελεσίδικα, και είναι πάντα σχετική. Μιά πρόταση δέν έχει αντέξει απόλυτα κι οριστικά στην βάσανο, αλλά πάντα σέ σχέση μέ ένα σύνολο από αναγνωρισμένες προτάσεις βάσης. ‘Εφόσον παριστάνει μιά λογική σχέση μεταξύ μιας θεωρίας και των προτάσεων βάσης της, η επιτυχής βάσανος είναι μεν και αυτή άχρονη, άλλα τό άθροισμα τούτων των προτάσεων βάσης δέν είναι σταθερό, παρά αλλάζει μέ τόν χρόνο. Για αυτό δέν παραμένει πάντα η λογική σχέση μεταξύ των ίδιων προτάσεων, στο πλαίσιο του ίδιου συστήματος προτάσεων. Γι’ αυτό δέν μπορούμε νά ταυτίσουμε τήν αλήθεια μέ τήν επιτυχή βάσανο, όπως τό κάνει ο πραγματισμός. Αλλά αυτός έχει δίκιο στο ότι δέν μπορούμε ποτέ νά ισχυρισθούμε τήν απόλυτη αλήθεια μιας εμπειρικής θεωρίας, μιας εμπειρικής πρότασης, παρά μόνο τήν σχετική της αντοχή στην βάσανο σέ μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Γι’ αυτό ο Popper, όπως ήδη ό Neurath ήθελε νά παραιτηθεί από την χρήση του «αληθής» και «ψευδής» και νά τά αντικαταστήσει με τήν «επιτυχή βάσανο». Επιτυχής βάσανος σημαίνει γι’ αυτόν έναν ιδιάζοντα αυτοτελή χαρακτηρισμό εμπειρικών προτάσεων, ο οποίος είναι ανεξάρτητος από τήν έννοια της αλήθειας. Ή επιτυχής βάσανος δεν σημαίνει τότε τον βαθμό πιθανότητας, ότι μια πρόταση είναι αληθής. ‘Όταν όμως ξεχωρίζουμε αλήθεια και γνώση της αλήθειας, όπως το έκανε τελευταία ο Carnap, μπορούμε νά συσχετίσουμε επιτυχή βάσανο και αλήθεια, στο μέτρο πού η επιτυχής βάσανος αφορά τήν γνώση της αλήθειας. Τό εάν μιά εμπειρική πρόταση εϊναι αληθής, δέν το γνωρίζουμε με σιγουριά, αλλά στον τρόπο, με τον όποιο αντέχει στην βάσανο, έχουμε ένα μέτρο της πιθανότητας γιά τήν αλήθεια της.

Αν και τήν επιτυχή βάσανο δεν τήν έβαλε στην θέση της αλήθειας πρώτος ο Κύκλος της Βιέννης —ο πραγματισμός είχε υποστηρίξει αυτή τήν άποψη πολύ πρίν— εν τούτοις εξέτασε τήν ουσιώδη πλευρά αυτού του χαρακτηρισμού με μιά βαθύτητα και πληρότητα, πού αποτελούν μιαν εντελώς καινούργια πραγμάτωση.

Απόσπασμα 2ο:

Πότε επιτρέπεται, νά πούμε οτι στην εμπειρική πραγματικότητα αντιστοιχεί μια απόλυτη και πότε οχι; Μιαν πραγματικότητα πού δεν υφίσταται ώς βιωματικά παρούσα μπορούμε μόνο νά τήν σκεφθούμε, νά τήν ισχυρισθούμε, νά τήν υποθέσουμε και τίποτε άλλο. Διατυπώνουμε τήν υπόθεση μιας πραγματικότητας ανεξάρτητης άπό τά βιώματα μας και κομίζουμε για αυτήν ελέγξιμα κριτήρια, επειδή ένας ισχυρισμός ύπαρξης συνεπάγεται ορισμένες αντιληπτικές προτάσεις. ‘Όταν πρόκειται για εμπειρική πραγματικότητα, π.χ. έάν μιά οροσειρά σε μιαν άγνωστη περιοχή είναι πραγματική ή μόνο μυθική, τότε αυτό μπορεί νά αποφασισθεί σίγουρα με αυτοψία. ‘Αλλά δεν μπορούμε νά αντιπαραθέσουμε στην πραγμα¬τικότητα εξω άπό τήν συνείδηση μας, πού τήν έχουμε εισαγάγει νοητικά, μιαν άλλη πραγματικότητα, πού δεν θά είχε επίσης εισαχθεί νοητικά. Η πραγματικότητα της τελευταίας θά άπρεπε νά προκύψει με άλλο τρόπο. Πώς θά μπορούσαμε νά φθάσουμε σε μιαν τέτοια απόλυτη πραγματικότητα; Το νά θέλουμε νά μετρήσουμε τις υποθέσεις μας γιά τήν πραγματικότητα σε μιαν τέτοια απόλυτη πραγματικότητα αποτελεί ανόητη απαίτηση. Σε σχέση με μιαν απόλυτη πραγματικότητα ή ιδεατότητα δεν υπάρχει δυνατότητα απόφασης. Γι’ αυτό το ερώτημα γιά τήν πραγματικότητα ή ιδεατότητα του εξωτερικού κόσμου χαρακτηρίστηκε ώς ψευδοπρόβλημα. Γιατί μπορεί νά γίνει καταληπτό μόνο με αυτή τήν μεταφυσική έννοια. Διότι μιά εμπειρική ιδεατότητα του εξωτερικού κόσμου, δηλ. ένας περιορισμός του πραγματικού στο συνειδητό, στην τωρινή μας ενεργή συνείδηση, είναι ισχυρισμός πού δεν μπορεί νά σταθεί. Η εμπειρική πραγματικότητα είναι αναγκαία υπόθεση. ‘Όλες οι ιστορικές θέσεις γιά τήν αληθινή πραγματικότητα: ό μεταφυσικός ιδεαλισμός και ο μεταφυσικός ρεαλισμός, ό φαινομεναλισμός, ό σολιψισμός, και ό παλαιότερος θετικισμός με τον περιορισμό του στην συνειδησιακή έμμένεια, αποκλείονται άπό τήν περιοχή της επιστημονικής γνώσης. Γιατί θέλουν νά απαντήσουν σε μιαν αδύνατη ερώτηση.

1 Comment

  1. pol gt said,

    Αρέ φίλε!!! Το χρόνο σου να είχα να το έριχνα κι εγώ στη μελέτη!!!

    Να είσαι καλά!!!

Leave a reply to pol gt Cancel reply